- κεκρυμμένως
- κεκρυμμένως, Adv., ([etym.] κρύπτω)A secretly, LXX Je.13.17, Arr.Epict. 3.7.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκρυμμένως — (ΑΜ) επίρρ. κρυφά, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρυμμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κρύπτω] … Dictionary of Greek
κεκρυμμένως — secretly indeclform (adverb) κρύπτω hide perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεκρυμμένως — ἀκεκρυμμένως επίρρ. (Α) [κεκρυμμένως] φανερά (Γρηγ Νύσσ.) … Dictionary of Greek
ԳԱՂՏԱԳՈՂԻ — ( ) NBH 1 0524 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 11c, 12c մ. Նոյն ընդ վվ. (=ԳԱՂՏԱԳՈՂԱՑԻ, ԳԱՂՏԱԳՈՂԱՑԵԱԼ) κεκρυμμένως, λάθρα occulte, in abscondito Գաղտ իբրեւ զգող. ծածկաբար. լռիկ մնջիկ. գողն ʼի գողը. սուս փուս.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)